- μπακάλης
- ο μπακάλισσα и μπακάλαινα η лавочни|к, -ца, хозя|ин, -йка (бакалейной) лавки, бакалейщи|к, -ца
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπακάλης — ο, θηλ. ισσα και αινα παντοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bakkal] … Dictionary of Greek
μπακάλης — ο θηλ. ισσα (λ. τουρκ.), ο παντοπώλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εδωδιμοπώλης — ο παντοπώλης, μπακάλης. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Παν. Ι. Χαλικιόπουλο] … Dictionary of Greek
μπακάλαινα — η [μπακάλης] 1. γυναίκα που έχει μπακάλικο 2. σύζυγος μπακάλη … Dictionary of Greek
μπακάλικος — η, ο, θηλ. και ια [μπακάλης] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον μπακάλη, στο μπακάλικο ή στη μπακαλική 2. μτφ. α) (για πρόσ.) άξεστος, χυδαίος («μπακάλικα φερσίματα») β) (για μέθοδο σκέψης ή τρόπο υπολογισμών) εντελώς εμπειρικός,… … Dictionary of Greek
μπακάλισσα — η [μπακάλης] μπακάλαινα … Dictionary of Greek
μπακαλίστικος — η, ο μπακάλικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπακάλης + κατάλ. ίστικος (πρβλ. δασκαλ ίστικος, καλογερ ίστικος)] … Dictionary of Greek
μπακαλική — η 1. το επάγγελμα τού μπακάλη 2. φρ. «είδη μπακαλικής» τα προϊόντα και ιδίως τα τρόφιμα που πωλούνται στα μπακάλικα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. ενός αμάρτυρου επιθ. *μπακαλικός / < μπακάλης)] … Dictionary of Greek
μπακαλόπουλο — το μπακαλόπαιδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπακάλης + υποκορ. κατάλ. πουλο] … Dictionary of Greek
σαρδαμάριος — ὁ, Μ παντοπώλης, μπακάλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. salgamarius «αυτός που παστώνει και πουλά τρόφιμα»] … Dictionary of Greek
τοπωνύμιο — Oνομασία πόλης και γενικά οικισμού. Στα τελευταία χρόνια τ. λέγονται και οι ονομασίες συνοικιών ή τοποθεσιών. Στην Αθήνα, τα γνωστότερα τ. είναι: Αγγελοπούλου. Ονομάστηκε έτσι από την ιδιοκτησία της οικογένειας Αγγελόπουλων Αθανάτων, που ζούσε… … Dictionary of Greek